- διοπτήρ
- ο (AM διοπτήρΜ και θηλ. διόπτειρα, η)νεοελλ.1. όργανο για διόπτευση2. (τοπογρ.) σκοπευτική συσκευή γεωδαιτικών οργάνων για τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιώνμσν.θηλ. η διόπτειραη οικονόμοςαρχ.-μσν.κατάσκοποςαρχ.1. ανιχνευτής, παρατηρητής2. υπεύθυνος για τη μετάδοση συνθημάτων κατά τη μάχη3. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη τής μήτρας, διαστολέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + οπτήρ < (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].
Dictionary of Greek. 2013.